- ωθώ
- ὠθῶ, -έω, ΝΜΑ1. μεταδίδω κίνηση σε ένα σώμα, σπρώχνω, σκουντώ (α. «ο άνεμος ωθεί το πλοίο» β. «ὦσαι ἑαυτὸν εἰς τὸ πῡρ», Ηρόδ.)2. μτφ. προτρέπω, παροτρύνω, παρακινώαρχ.1. αποσπώ βίαια («ἐκ μηροῡ δόρυ ὦσε», Ομ. Ιλ.)2. (σχετικά με θύρα) ανοίγω βίαια3. (σε μάχη) αναγκάζω σε υποχώρηση4. εκδιώκω, εξορίζω («ἔξω δόμων τε καὶ πάτρας ὠθεῑν ἐμέ;», Αισχύλ.)5. επισπεύδω6. μέσ. ὠθοῡμαι, -έομαια) ανοίγω με τη βία δρόμο για τον εαυτό μουβ) απομακρύνω από τον εαυτό μουγ) (ιδίως σε μάχη) αποκρούω («ὄφρα τάχιστα ὤσαιτ' Ἀργείους», Ομ. Ιλ.)δ) παρωθούμαιε) (για άλογο) ρίχνω τον ηνίοχοστ) συνωστίζομαι7. φρ. α) «ὠθῶ τινα ἐπὶ κεφαλήν» — σπρώχνω κάποιον ώστε να πέσει με το κεφάλι (Πλάτ.)β) «ὠθῶ τινα ἐπὶ τράχηλον» — σπρώχνω κάποιον ώστε να πέσει και να χτυπήσει τον τράχηλό του (Λουκιαν.)γ) «ὠθῶ κάτω [ή κατὰ πετρῶν]» — σπρώχνω κάποιον ώστε να πέσει κάτω στις πέτρες και να χτυπήσει (Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὠθ-έω θα μπορούσε να θεωρηθεί επιτ. τ. με μακρό φωνηεντισμό ενός αμάρτυρου τ. *ἔθω (πρβλ. ἔθ-ων, ἐθρίς, ἔθ-ειραι), κατά το σχήμα πέλομαι: πωλέομαι. Η σύνδεση τών ὠθῶ / ἔθω με τα αβεστ. vādāyōit (με μακρό φωνήεν) και αρχ. ινδ. avadhīt (με βραχύ φωνήεν) οδηγεί στην αναγωγή τού ρ. σε ρίζα *wedh- «σείω, διεγείρω, προσκρούω». Παρ' όλα αυτά, τόσο τα δεδομένα τής επικής προσωδίας, που δεν επιβεβαιώνουν την παρουσία αρκτικού δίγαμα, όσο και η αστάθεια τής συλλαβικής αύξησης, που εμφανίζεται σαν διπλασιασμός (πρβλ. ἔωσα, ἔωκα), καθιστούν προβληματική την ανάγωγή τού ρ. στη συγκεκριμένη ρίζα].
Dictionary of Greek. 2013.